Διαβάζοντας ξανά την απόφαση ημερ.21/01/21, στην Αγωγή Ε.Δ. Πάφου Αρ.1939/10, Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. 1. Γενικού Εισαγγελέα, 2. Δήμου Πάφου κ.ά., παρατηρώ τα εξής:
Η αγωγή βασίστηκε στην Κ.Δ.Π.180/81. Η συγκεκριμένη πράξη είναι σύνθετη διοικητική πράξη που προέκυψε από απόφαση της Δημοτικής Επιτροπής του Δήμου Πάφου, η οποία απόφαση εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα υποστήριξε ότι η αγωγή λανθασμένα στράφηκε εναντίον του, διότι αποκλειστικά υπόλογος για την έκδοση της πράξης ήταν ο Δήμος. Ο Δήμος δεν φαίνεται να διαφώνησε με αυτή τη θέση. Το Δικαστήριο υιοθέτησε τη θέση με αναφορά στην Ιωσηφίδης ν. Επιτροπής Σιτηρών κ. ά. [1999] 4 Α.Α.Δ. 1087. Όμως η Ιωσηφίδης λέει κάτι διαφορετικό: Συγκεκριμένα, όταν μία αρμοδιότητα αποδίδεται σε ένα όργανο αλλά τελεί υπό την έγκριση άλλου οργάνου, δεν μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς με προσφυγή η απόφαση του πρώτου ή του δεύτερου οργάνου. Τόσο η απόφαση του πρώτου όσο και η έγκριση του δεύτερου πρέπει να συμπροσβάλλονται. Η απαλλαγή της Δημοκρατίας στην αγωγή 1939/10 εξυπακούει ότι το Δικαστήριο θεώρησε πως η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου να εγκρίνει την απόφαση της Δημοτικής Αρχής ήταν δέσμια ή τυπική. Αυτό όμως δεν ισχύει, αφού η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου είναι διακριτική και ουσιαστική. Το ζήτημα θα έπρεπε να είχε τεθεί από πλευράς Δήμου και να είχε εξεταστεί από το Δικαστήριο. Κατά τη δική μου εκτίμηση, η ευθύνη για την έκδοση της πράξης ΚΔΠ180/81 βαραίνει και το Υπουργικό Συμβούλιο και επομένως ορθά η αγωγή στράφηκε εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα.
Η αγωγή καταχωρήθηκε το 2010 και με αυτήν η ενάγουσα ζητούσε αποζημιώσεις λόγω περιορισμών που είχαν τεθεί με την Κ.Δ.Π.180/81. Φαίνεται πως η ενάγουσα, από την έκδοση της συγκεκριμένης πράξης το 1981 μέχρι τις 12/03/10, ουδέν έπραξε για να διεκδικήσει αποζημιώσεις. Από την απόφαση δεν προκύπτει να δόθηκε οποιαδήποτε δικαιολογία ή εξήγηση από την ενάγουσα για την καθυστέρηση και την απραξία της για 30 χρόνια. Όμως η καθυστέρηση και απραξία της ενάγουσας, κατά την άποψή μου, δημιούργησαν κώλυμα λόγω συμπεριφοράς και καθυστέρησης (laches), που εμπόδιζε την ενάγουσα να προωθεί τις αξιώσεις της. Δεν φαίνεται να προωθήθηκε αυτή η γραμμή υπεράσπισης.
Στην αγωγή έδωσε μαρτυρία ένας μόνο μάρτυρας, που κλήθηκε από την ενάγουσα. Ο μάρτυρας αυτός εργαζόταν στην πολεοδομία μεταξύ 1974 και 2012. Αναφερόμενος στην περίοδο πριν το 1981, ο μάρτυρας είπε (σελ.3 της απόφασης), ότι το επίδικο ακίνητο «είχε προηγουμένως λειτουργήσει ως χώρος πρασίνου (δημόσιος κήπος)». Άφησε να νοηθεί πως το ακίνητο δεν λειτουργούσε ως δημόσιος κήπος, τουλάχιστον από το 1981. Αυτό σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όμως δεν φαίνεται να αμφισβητήθηκε από τους εναγόμενους. Αντιθέτως, οι εναγόμενοι δεν έδωσαν μαρτυρία για οποιοδήποτε θέμα. Κατά την άποψή μου, θα έπρεπε να είχε παρουσιαστεί μαρτυρία ότι το συγκεκριμένα ακίνητο ανέκαθεν και τουλάχιστον μέχρι την πρόσφατη, σκόπιμη εγκατάλειψη της φροντίδας του από την ενάγουσα και τον Δήμο, χρησιμοποιείτο από τους κάτοικους της Πάφου ως δημόσιος κήπος. Σε αυτή τη βάση, μπορούσε να τεθεί το επιχείρημα του άρθρου 19 του Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, δηλαδή ότι το ακίνητο αποτελεί ‘κοινοτική ιδιοκτησία’ και συνεπώς δεν μπορεί να αναπτυχθεί ή οικοπεδοποιηθεί. Αν το επιχείρημα γινόταν αποδεκτό από το Δικαστήριο, η ενάγουσα δεν θα είχε δικαίωμα σε αποζημίωση.
Αναφορικά με το ίδιο ακίνητο, η ενάγουσα υπέβαλε αίτηση για πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση, πριν την έκδοση της απόφασης στην αγωγή. Δηλαδή, ενώ αξιώνει αποζημίωση διότι εκμηδενίστηκε η αξία του ακινήτου, ταυτόχρονα ζητά να της επιτραπεί να το αναπτύξει. Αν επιτύχει και στις δύο διαδικασίες, τότε θα εξασφαλίσει αποζημίωση και άδεια για ανάπτυξη για το ίδιο ακίνητο. Και αυτό το ζήτημα θα έπρεπε να είχε τεθεί, διότι πιθανόν να θεμελιώνει κώλυμα λόγω καταχωρήσεων σε έγγραφα και λόγω συμπεριφοράς, αλλά και κατάχρηση δικαιώματος από μέρους της ενάγουσας.
Αναφορικά με τις αποζημιώσεις, το Δικαστήριο πράγματι δέχθηκε τη θέση των εναγόμενων ότι έπρεπε να υπολογιστούν με αναφορά στο 1981. Όμως δεν επιδίκασε το ποσό που πρόκυπτε από την εκτίμηση του 1981. Ενώ δεν φαίνεται να είχε ζητηθεί κάτι τέτοιο με τα δικόγραφα, ούτε να είχε παρουσιαστεί σχετική μαρτυρία, το Δικαστήριο προέβη σε προσαρμογή του ποσού με αναφορά σε ποσοστά πληθωρισμού, και με αυτό τον τρόπο υπερδιπλασίασε το ποσό της αποζημίωσης. Κατά την άποψή μου, ο τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης δεν ήταν ορθός.
Οφείλω να σημειώσω ότι δεν έχω στη διάθεσή μου τα πρακτικά της υπόθεσης. Οι παραπάνω παρατηρήσεις βασίστηκαν στα δικόγραφα και την απόφαση και ενδέχεται να μην είναι ακριβείς.